- Ζητῶν
- Ζήτηςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζητῶν — ζητέω seek pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek
IOSAPHAT — gil. Asa, regnare coepit super Iudam Anno 4. Achabi, Regis Israel: h. e. A. M. 3120. A. C. N. 931. Annorum erat 30. cum regnare coepisset, et 25. Annis regnavit: pietatem coluit, partis Asae genuinam prolem se preaestittit. Classem paravit, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
παραψυχή — και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῡ πάθους ζητῶν», Γεωπον. β. «ἔχε δή τιν ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ ε ψύχ ην, αόρ. β τού παραψύχω (πρβλ. ανα ψυχή, κατα ψυχή)] … Dictionary of Greek
περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… … Dictionary of Greek
φιλότιμο — το / φιλότιμον, ΝΜΑ η φιλοτιμία (α. «δεν έχει καθόλου φιλότιμο» β. «τοῑς τρόποις ζητῶν πρίασθαι τὸ φιλότιμον ἐκ μέσου;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. φιλότιμος] … Dictionary of Greek
χύτλον — τὸ, Α 1. μίγμα νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν μετά το λουτρό 2. στον πληθ. τὰ χύτλα το νερό για το λουτρό («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», Λυκόφρ.) 3. τρεχούμενο νερό («πολυδέγμων λόφος, ἐξ οὗ τὰ πάντα χύτλα...»,… … Dictionary of Greek